μετέρχεο

μετέρχεο
μετέρχομαι
come
pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
μετέρχομαι
come
imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”